- κατάστεγνος
- κατάστεγνοςclose-coveredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάστεγνος — η, ο (Α κατάστεγνος, ον) νεοελλ. τελείως στεγνός, ολόστεγνος, ξερός («κατάστεγνα ρούχα») αρχ. αυτός που έχει καλυφθεί τελείως, εντελώς σκεπασμένος … Dictionary of Greek
κατάστεγνος — η, ο ολόστεγνος, κατάξερος: Του έφερε κατάστεγνα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστεγνούμαι — καταστεγνοῡμαι, όομαι (AM) [κατάστεγνος] καλύπτομαι καλά, είμαι επιμελώς σκεπασμένος … Dictionary of Greek
πολυκαγκής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που ξηραίνει, που στεγνώνει πολύ («τῷ δ ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν», Ομ.ιλ.) 2. φλογερός 3. πολύ ξηρός, κατάστεγνος («πολυκαγκής χώρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καγκής < θ. καγκ της λ. κάγκανος «ξηρός,… … Dictionary of Greek
ολόστεγνος — η, ο ο τέλεια στεγνός, ο κατάστεγνος, ξερός, ολόξερος: Η γη είναι ολόστεγνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)